τηλεσκόπος — far seeing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέσκοπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέσκοπος — ον, Α ορατός από μακριά («ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπος αὐγήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. τανυσί σκοπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
τηλεσκόποις — τηλέσκοπος masc/fem/neut dat pl τηλεσκόπος far seeing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεσκόπον — τηλεσκόπος far seeing masc/fem acc sg τηλεσκόπος far seeing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεσκόπῳ — τηλέσκοπος masc/fem/neut dat sg τηλεσκόπος far seeing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέσκοπον — τηλέσκοπος masc/fem acc sg τηλέσκοπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεσκόπε — τηλεσκόπος far seeing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek